- φήρος
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τῶν ἀρχαίων θεῶν τροφή».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. Η λ. συνδέεται, κατά μία άποψη, με το λατ. far, farris «ζέα, αλεύρι» και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω τ. *bhar-so (πρβλ. ομβρικό farsio, γοτθ. barizeins «κρίθινος», αρχ. σλαβ. brašĭno «τροφή»)].
Dictionary of Greek. 2013.